- χωνί(ον)
- τό1) воронка; 2) кулёк (бумажный); 3) рупор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωνί — το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῑον Α [χώνη] υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω αντικειμένου 2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας 3. (στον… … Dictionary of Greek
χωνί — το 1. μικρό μετάλλινο, πλαστικό ή γυάλινο όργανο που έχει σχήμα κώνου με στενό στόμιο και χρησιμεύει για τη μετάγγιση υγρών. 2. οτιδήποτε έχει σχήμα κώνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χωνί — Χών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνάκι — το, Ν [χωνί] 1. υποκορ. μικρό χωνί 2. (με ή χωρίς τη λ. παγωτό) παγωτό που σερβίρεται σε μπισκότο το οποίο έχει σχήμα μικρού χωνιού 3. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek
χωνοειδής — ές, ΝΜ όμοιος, ως προς το σχήμα, με χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώνη /χωνί + ειδής*] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… … Dictionary of Greek
θερμοχώνη — η ιατρ. γυάλινο δοχείο χρήσιμο σε μικροβιολογικά παρασκευάσματα τα οποία απαιτούν υψηλή θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + χώνη «χοάνη, χωνί»] … Dictionary of Greek
καλλά — Ποώδες, πολυετές, καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αροϊδών (μονοκοτυλήδονα), γνωστό και με την ονομασία κ. η αφρικανική ή ζαντεδεσχία. Φημίζεται για τα μεγάλα, λευκά άνθη του. Κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό… … Dictionary of Greek